- προεξενήσαμεν
- προεξενήσαμεν , πρό , ἐκ-νέωswimaor ind act 1st plπροεξενήσαμεν , πρό , ἐκ-νέω 2spinaor ind act 1st plπροεξενήσαμεν , πρό , ἐκ-νέω 3heapaor ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.